-
1 ευκρινεω
См. также в других словарях:
ευκρινώ — εὐκρινῶ, έω (ΑΜ) [ευκρινής] μσν. διακρίνω καλά αρχ. 1. εξετάζω επιμελώς, διαλέγω καλά («τοὺς στρατευσομένους δεῑ εὐκρινεῑν», Ξεν.) 2. κρίνω, αποφασίζω 3. εξηγώ με σαφήνεια … Dictionary of Greek
1 ευκρινεω
ευκρινώ — εὐκρινῶ, έω (ΑΜ) [ευκρινής] μσν. διακρίνω καλά αρχ. 1. εξετάζω επιμελώς, διαλέγω καλά («τοὺς στρατευσομένους δεῑ εὐκρινεῑν», Ξεν.) 2. κρίνω, αποφασίζω 3. εξηγώ με σαφήνεια … Dictionary of Greek